στο λεξικό PONS
An·trag <-[e]s, -träge> [ˈantra:k, πλ ˈantrɛ:gə] ΟΥΣ αρσ
1. Antrag (Beantragung):
2. Antrag (Formular):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.