στο λεξικό PONS


an·ti·zyk·lisch [antiˈtsy:klɪʃ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. antizyklisch τυπικ (unregelmäßig wiederkehrend):
- antizyklisch
-
2. antizyklisch ΟΙΚΟΝ:
- antizyklisch
-


-
- antizyklisch
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


antizyklisch ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- antizyklisch
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.