στο λεξικό PONS
own·er·ship [ˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˈoʊnɚ-] ΟΥΣ no pl
I. pub·lic [ˈpʌblɪk] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. public (of the people):
2. public (for the people):
3. public (not private):
4. public (state):
5. public ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. pub·lic [ˈpʌblɪk] ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
1. public (the people):
2. public (patrons):
3. public (not in private):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
ownership ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.