στο λεξικό PONS
ob·li·ga·tion [ˌɒblɪˈgeɪʃən, αμερικ ˈɑ:blə-] ΟΥΣ
1. obligation (act of being bound):
2. obligation (duty to pay a debt) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:
3. obligation (bond) ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
payment obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
payment obligation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.