στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  subsequent permit
-  
-  subsequent distribution
-  
-  subsequent taxation
-  
-  subsequent application
-  
-  subsequent performance
-  
-  subsequent entry
-  
-  subsequent assessment
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 subsequent premium ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  subsequent premium
-  Folgeprämie θηλ
subsequent payment claim ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
  
 -  
-  subsequent premium
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
subsequent ΕΠΊΘ
-  subsequent
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
