στο λεξικό PONS
ra·tio [ˈreɪʃiəʊ, αμερικ -oʊ] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, Η/Υ
op·tion [ˈɒpʃən, αμερικ ˈɑ:p-] ΟΥΣ
1. option:
2. option (freedom to choose):
3. option (right to buy or sell):
4. option usu pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
ratio ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ratio ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Kennziffer θηλ
option ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
ratio (math.)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.