στο λεξικό PONS
War·rant <-[s], -s> [vaˈrant] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Naked Warrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Covered Warrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
exotischer Warrant phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Interest Warrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Range-Warrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Currency Warrant ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ungedeckter Warrant phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.