στο λεξικό PONS
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
I. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΟΥΣ no pl
1. inflow (arrival):
II. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΑΥΤΟΚ
-
- Ansaugrohr ουδ
equi·ty1 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. equity (stocks, shares):
2. equity no pl:
3. equity (right to receive dividends):
equi·ty2 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl τυπικ
1. equity (fairness, justice):
2. equity ΝΟΜ:
3. equity (neutrality):
Equi·ty3 [ˈekwɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equity capital inflow ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
equity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Reinvermögen ουδ
equity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.