στο λεξικό PONS
I. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΟΥΣ no pl
1. inflow (arrival):
2. inflow (supply):
II. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΑΥΤΟΚ
- inflow pipe
- Ansaugrohr ουδ
capi·tal ˈin·flow ΟΥΣ
- capital inflow
- Kapitalzufluss αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inflow ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- inflow
- Zufluss αρσ
cash inflow ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- cash inflow
-
cash inflow ΟΥΣ CTRL
- cash inflow
- Kassenzufluss αρσ
funds inflow ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- funds inflow
- Mittelzufluss αρσ
net inflow ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- net inflow
-
inflow principle ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
- inflow principle
- Zuflussprinzip ουδ
capital inflow ΟΥΣ CTRL
- capital inflow
- Kapitalzufluss αρσ
sales inflow ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- sales inflow
-
net inflow of funds ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
inflow ΟΥΣ
- inflow
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.