στο λεξικό PONS
in·flec·tion [ɪnˈflekʃən] ΟΥΣ
1. inflection ΓΛΩΣΣ (change in form):
2. inflection (affixes):
- inflection
-
3. inflection (modulation of tone):
- inflection
-
- inflection
-
inflection point ΟΥΣ
- inflection point ΜΑΘ
- Wendepunkt αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
point of inflection ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Wendepunkt αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.