Beu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beugung (das Beugen):
- Beugung
-
2. Beugung ΦΥΣ (Ablenkung):
- Beugung
-
3. Beugung ΓΛΩΣΣ:
- Beugung von Adjektiv, Substantiv
-
- Beugung von Verb
-
4. Beugung ΝΟΜ:
- Beugung des Gesetzes
-
-
- Beugung θηλ <-, -en>
-
- Beugung θηλ <-, -en>
-
- Beugung θηλ <-, -en>
-
- Beugung θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.