στο λεξικό PONS
I. pri·mär [priˈmɛɐ̯] ΕΠΊΘ τυπικ
1. primär (vorrangig):
2. primär (anfänglich):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
primäres Eigenkapital phrase ΛΟΓΙΣΤ
- primäres Eigenkapital
-
- primäres Eigenkapital
-
-
- primäres Eigenkapital ουδ
-
- primäres Eigenkapital ουδ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.