στο λεξικό PONS
ˈen·try quali·fi·ca·tions ΟΥΣ πλ
quali·fi·ca·tion [ˌkwɒlɪfɪˈkeɪʃən, αμερικ ˌkwɑ:l-] ΟΥΣ
1. qualification:
2. qualification no pl (completion of training):
3. qualification (restriction):
4. qualification (change):
5. qualification (condition):
6. qualification:
7. qualification ΑΘΛ (preliminary test):
8. qualification ΓΛΩΣΣ (modification):
en·try [ˈentri] ΟΥΣ
1. entry:
2. entry:
3. entry (right of membership):
4. entry:
6. entry:
8. entry (in bookkeeping):
9. entry ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
qualification ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
entry ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.