στο λεξικό PONS
dark ˈchoco·late ΟΥΣ no pl αμερικ, αυστραλ (plain chocolate)
I. choco·late [ˈtʃɒkələt, αμερικ ˈtʃɑ:klət] ΟΥΣ
1. chocolate no pl (substance):
II. choco·late [ˈtʃɒkələt, αμερικ ˈtʃɑ:klət] ΟΥΣ modifier
chocolate (bar, biscuit, cake, ice cream, sauce):
I. dark [dɑ:k, αμερικ dɑ:rk] ΕΠΊΘ
1. dark (unlit):
2. dark (in colour):
3. dark προσδιορ (sad):
4. dark (evil):
5. dark (secret):
6. dark χιουμ (remote):
II. dark [dɑ:k, αμερικ dɑ:rk] ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- DAR
- Darby and Joan
- dare
- daredevil
- daren't
- dark chocolate
- dark-coloured
- Dark Continent
- dark current
- darken
- darkened