στο λεξικό PONS
I. ge·heim·nis·voll ΕΠΊΘ
II. ge·heim·nis·voll ΕΠΊΡΡ
ver·ständ·nis·voll ΕΠΊΘ
ver·häng·nis·voll ΕΠΊΘ
I. maß·voll ΕΠΊΘ
Voll·gas <-es, ohne pl> ΟΥΣ ουδ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vollzug ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
voller Börsenschluss phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.