στο λεξικό PONS
I. se·cret [ˈsi:krət] ΟΥΣ
1. secret (undisclosed act, information):
2. secret μτφ (special knack):
II. se·cret [ˈsi:krət] ΕΠΊΘ
1. secret:
2. secret (doing sth secretly):
of·fi·cial ˈse·cret ΟΥΣ βρετ also ειρων
se·cret po·ˈlice ΟΥΣ + pl ρήμα
busi·ness ˈse·cret ΟΥΣ
se·cret ˈser·vice ΟΥΣ usu ενικ
ˈbank·ing se·cret ΟΥΣ
se·cret ˈweap·on ΟΥΣ also μτφ
trade ˈse·cret ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
trade secret ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
banking secret ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
business secret ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
official secret ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.