Ver·eh·rer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Verehrer (Bewunderer):
- Verehrer(in)
-
2. Verehrer ΘΡΗΣΚ (Anbeter):
- Verehrer(in)
-
- devotee of an artist
- Verehrer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Verehrer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Verehrer αρσ <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.