στο λεξικό PONS
se·cret so·ˈci·ety ΟΥΣ
I. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. society (all people):
3. society τυπικ (company):
4. society (organization):
II. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
society (ball):
I. se·cret [ˈsi:krət] ΟΥΣ
1. secret (undisclosed act, information):
2. secret μτφ (special knack):
II. se·cret [ˈsi:krət] ΕΠΊΘ
1. secret:
2. secret (doing sth secretly):
society ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
society ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Gesellschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.