I.buy [βρετ bʌɪ, αμερικ baɪ] ΟΥΣ
II.buy <απλ παρελθ, μετ παρακειμ bought> [βρετ bʌɪ, αμερικ baɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. buy (purchase):
2. buy (obtain with money):
4. buy (believe):
- buy οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.