στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. erudito [eruˈdito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
erudito → erudire
II. erudito [eruˈdito] ΕΠΊΘ (colto)
III. erudito (erudita) [eruˈdito] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
auditorio <πλ auditori> [audiˈtɔrjo, ri] ΟΥΣ αρσ ΜΟΥΣ
uditore (uditrice) [udiˈtore, -tritʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. bandito [banˈdito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
bandito → bandire
III. bandito [banˈdito] ΟΥΣ αρσ
bandire [banˈdire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. bandire concorso:
3. bandire (esiliare):
I. ardito [arˈdito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
ardito → ardire
II. ardito [arˈdito] ΕΠΊΘ
III. ardito [arˈdito] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.