στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. erudito [eruˈdito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
erudito → erudire
II. erudito [eruˈdito] ΕΠΊΘ (colto)
III. erudito (erudita) [eruˈdito] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
auditorio <πλ auditori> [audiˈtɔrjo, ri] ΟΥΣ αρσ ΜΟΥΣ
uditore (uditrice) [udiˈtore, -tritʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
inaudito (-a) [in·au·ˈdi:·to] ΕΠΊΘ
2. inaudito (esclamativo):
- inaudito (-a)
-
auditorio <-i> [au·di·ˈtɔ:·rio] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.