στο λεξικό PONS
Duss·lig·keit, Duß·lig·keitπαλαιότ <-, -en> ΟΥΣ θηλ οικ
-
- stupidity no πλ
Mul·ti·ses·sion-Fä·hig·keit ΟΥΣ θηλ Η/Υ
Tä·tig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Tätigkeit (Beruf):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Risikomanagement-Fähigkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Zinsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikowilligkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Fälligkeitstermin ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Ertrag bis Fälligkeit ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Fälligkeitsverfahren ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Fälligkeitsstruktur ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zahlungsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.