στο λεξικό PONS
Duss·lig·keit, Duß·lig·keitπαλαιότ <-, -en> ΟΥΣ θηλ οικ
-
- stupidity no πλ
Ei·nig·keit <-> [ˈainɪçkait] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Tä·tig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Tätigkeit (Beruf):
Üp·pig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Risikomanagement-Fähigkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Zahlungsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zahlungswilligkeit ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Fälligkeitszahlung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zinsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Fälligkeitstermin ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Ertrag bis Fälligkeit ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.