στο λεξικό PONS
I. frei·be·ruf·lich ΕΠΊΘ
II. frei·be·ruf·lich ΕΠΊΡΡ
- stringer αργκ
- freiberuflicher [o. CH freischaffender] Korrespondent/freiberufliche [o. CH freischaffende] Korrespondentin
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freiberuflich ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- stringer αργκ
- freiberuflicher [o. CH freischaffender] Korrespondent/freiberufliche [o. CH freischaffende] Korrespondentin