

- toughness
-
- toughness
-
- toughness
-
- an outward show of confidence/toughness
-


-
- toughness
-
- toughness no άρθ, no πλ
-
- toughness no πλ
-
- toughness no πλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.