tough·ness [ˈtʌfnəs] ΟΥΣ no pl
1. toughness (strength):
- toughness
-
- toughness
-
2. toughness (determination):
3. toughness (of meat):
- toughness
-
- an outward show of confidence/toughness
-
-
- toughness
-
- toughness no άρθ, no πλ
-
- toughness no πλ
-
- toughness no πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.