στο λεξικό PONS
I. out·ward [ˈaʊtwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. outward:
out·ward-ˈbound ΕΠΊΘ
ˈout·ward-look·ing ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outward-oriented growth strategy ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
outward-oriented economy ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
direct outward investments ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- direct outward investments
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.