στο λεξικό PONS
I. out·ward [ˈaʊtwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. outward:
econo·my [ɪˈkɒnəmi, αμερικ -ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. economy:
2. economy (thriftiness):
3. economy no pl (sparing use of sth):
economy ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outward-oriented economy ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
economy ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Wirtschaft θηλ
-
- Konjunktur θηλ
economy ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- out-talk
- out there
- out-tray
- outturn
- outvote
- outward-oriented economy
- outward-oriented growth strategy
- outwards
- outwash
- outwash plain
- outweigh