στο λεξικό PONS
I. out·ward [ˈaʊtwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. outward:
strat·egy [ˈstrætəʤi, αμερικ -t̬ə-] ΟΥΣ
1. strategy:
growth [grəʊθ, αμερικ groʊθ] ΟΥΣ
1. growth no pl (in size):
2. growth no pl (increase):
3. growth no pl of sb's character, intellect:
4. growth (of plant):
5. growth no pl (whiskers):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
outward-oriented growth strategy ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.