Klang <-[e]s, Klänge> [klaŋ, πλ ˈklɛŋə] ΟΥΣ αρσ
Na·me <-ns, -n> [ˈna:mə] ΟΥΣ αρσ
1. Name (Personenname):
3. Name (Ruf):
klang [klaŋ] ΡΉΜΑ
klang παρατατ von klingen
klin·gen <klingt, klang, geklungen> [ˈklɪŋən] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. klingen (erklingen):
2. klingen (tönen):
3. klingen (sich anhören):
- anheimelnde Klänge
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.