στο λεξικό PONS
I. falsch <falscher, am falschesten> [falʃ] ΕΠΊΘ
1. falsch (verkehrt):
2. falsch (unzutreffend):
3. falsch (unecht, nachgemacht):
4. falsch μειωτ (hinterhältig):
II. falsch <falscher, am falschesten> [falʃ] ΕΠΊΡΡ
-
- falsches [o. unrichtiges] Zitieren
-
- falsches [o. unrichtiges] Zitieren
-
- falsches Buchstabieren
-
- falsches [o. fehlerhaftes] Lesen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.