στο λεξικό PONS
Schlan·ge <-, -n> [ˈʃlaŋə] ΟΥΣ θηλ
1. Schlange ΖΩΟΛ:
- Schlange a. μτφ
-
2. Schlange (lange Reihe):
3. Schlange μειωτ (hinterlistige Frau):
4. Schlange ΤΕΧΝΟΛ:
- Schlange (Heizschlange)
-
- Schlange (Kühlschlange)
-
-
- Schlange θηλ <-, -n>
-
- Schlange θηλ <-, -n>
-
- Schlange θηλ <-, -n>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.