

Schmuck <-[e]s> [ʃmʊk] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Schmuck (Schmuckstücke):
2. Schmuck (Verzierung):
- Schmuck
-
- Schmuck
-
- imitierter Schmuck
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.