Ge·fühl <-[e]s, -e> [gəˈfy:l] ΟΥΣ ουδ
1. Gefühl (Sinneswahrnehmung):
- Gefühl
-
2. Gefühl (seelische Empfindung, Instinkt):
3. Gefühl (Sinn):
- etw wegdrücken Angst, Gefühl, Erinnerung
-
-
- unangenehmes Gefühl
-
- ungutes Gefühl
-
- Gefühl ουδ <-(e)s, -e>
-
- brennendes Gefühl ουδ
-
- Gefühl ουδ <-(e)s, -e>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.