στο λεξικό PONS
crept [krept] ΡΉΜΑ
crept μετ παρακειμ, παρελθ of creep
I. creep [kri:p] ΟΥΣ οικ
II. creep <crept, crept> [kri:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. creep (move):
I. creep [kri:p] ΟΥΣ οικ
II. creep <crept, crept> [kri:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. creep (move):
creep up ΡΉΜΑ αμετάβ
ˈbrack·et creep ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
creep in ΡΉΜΑ αμετάβ
creep out ΡΉΜΑ αμετάβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
bracket creep ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.