Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
crept [βρετ krɛpt, αμερικ krɛpt] απλ παρελθ μετ παρακειμ
crept → creep
I. creep [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΟΥΣ οικ
II. creep <απλ παρελθ, μετ παρακειμ crept> [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. creep (furtively):
2. creep μτφ:
I. creep [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΟΥΣ οικ
II. creep <απλ παρελθ, μετ παρακειμ crept> [βρετ kriːp, αμερικ krip] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. creep (furtively):
2. creep μτφ:
I. creep through ΡΉΜΑ [βρετ kriːp -, αμερικ krip -] (creep through [sb])
II. creep through ΡΉΜΑ [βρετ kriːp -, αμερικ krip -] (creep through [sth])
scope creep ΟΥΣ
-
- débordement αρσ
στο λεξικό PONS
crept [krept] ΡΉΜΑ
crept μετ παρακειμ, παρελθ of creep
I. creep [kri:p] ΟΥΣ
I. creep [kri:p] ΟΥΣ
crept [krept] ΡΉΜΑ
crept μετ παρακειμ, παρελθ of creep
I. creep [krip] ΟΥΣ
I. creep [krip] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.