στο λεξικό PONS
Bär(in) <-en, -en> [bɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
bar [ba:ɐ̯] ΕΠΊΘ
1. bar (in Banknoten oder Münzen):
Bär ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bär(in) <-en, -en> [bɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
und [ʊnt] ΣΎΝΔ koordinierend: anschließende Wortstellung wie in einem normalen Aussagesatz
1. und verbindend (dazu):
3. und konzessiv (selbst):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Bulkladung
- Bull
- Bull-Anleihe
- Bullauge
- Bull Bond
- Bullen und Bären
- Bullerei
- Bulletin
- bullig
- bullish
- Bull Market