I. ponte [ˈponte] ΟΥΣ αρσ
1. ponte:
2. ponte (congiunzione):
3. ponte (di imbarcazione):
9. ponte ΣΤΡΑΤ:
II. ponte [ˈponte] ΕΠΊΘ αμετάβλ
III. ponte [ˈponte]
IV. ponte [ˈponte]
- ponte galleggiante ΜΗΧΑΝΟΛ
-
- ponte di passeggiata ΝΑΥΣ
-
- ponte sollevabile ΜΗΧΑΝΟΛ
-
- ponte sollevatore ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.