στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. interim [βρετ ˈɪnt(ə)rɪm, αμερικ ˈɪn(t)ərəm] ΟΥΣ
-
- interim office
-
- interim compensation precept
- profitti interinali ΕΜΠΌΡ
- interim profits
- interim
- interim
-
- interim dividend
- provvisorio accordo, bilancio, governo, giudizio
- interim
στο λεξικό PONS
I. interim [ˈɪn·t̬ɚ·ɪm] ΟΥΣ
- interim
- interim αρσ αμετάβλ
II. interim [ˈɪn·t̬ɚ·ɪm] ΕΠΊΘ
- interim administration, government
- provvisorio, -a
- interim payment
- intermedio, -a
- interim dividend ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
- interim
- interim
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- interim dividend ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ