στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. shop [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΟΥΣ
1. shop:
2. shop αμερικ (in department store):
3. shop (workshop):
4. shop αμερικ ΣΧΟΛ:
-
- laboratorio αρσ
II. shop <forma in -ing shopping, παρελθ, μετ παρακειμ shopped> [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΡΉΜΑ μεταβ βρετ οικ (inform on)
- shop person
-
III. shop <forma in -ing shopping, παρελθ, μετ παρακειμ shopped> [βρετ ʃɒp, αμερικ ʃɑp] ΡΉΜΑ αμετάβ
shopping [βρετ ˈʃɒpɪŋ, αμερικ ˈʃɑpɪŋ] ΟΥΣ U
1. shopping (activity):
I. list1 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΟΥΣ
1. list (catalogue):
2. list (price) → list price
II. list1 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΡΉΜΑ μεταβ
1. list objects, people:
III. list1 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ ΕΜΠΌΡ
IV. list1 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΟΥΣ
V. lists ΟΥΣ
VI. list1 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΡΉΜΑ μεταβ
I. list2 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΟΥΣ ΝΑΥΣ
II. list2 [βρετ lɪst, αμερικ lɪst] ΡΉΜΑ αμετάβ ΝΑΥΣ
στο λεξικό PONS
I. list1 [lɪst] ΟΥΣ
I. shop [ʃɑ:p] ΟΥΣ
I. list2 [lɪst] ΝΑΥΣ ΡΉΜΑ αμετάβ
II. list2 [lɪst] ΝΑΥΣ ΟΥΣ
-
- inclinazione θηλ
| I | shop |
|---|---|
| you | shop |
| he/she/it | shops |
| we | shop |
| you | shop |
| they | shop |
| I | shopped |
|---|---|
| you | shopped |
| he/she/it | shopped |
| we | shopped |
| you | shopped |
| they | shopped |
| I | have | shopped |
|---|---|---|
| you | have | shopped |
| he/she/it | has | shopped |
| we | have | shopped |
| you | have | shopped |
| they | have | shopped |
| I | had | shopped |
|---|---|---|
| you | had | shopped |
| he/she/it | had | shopped |
| we | had | shopped |
| you | had | shopped |
| they | had | shopped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.