στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. priority [βρετ prʌɪˈɒrɪti, αμερικ praɪˈɔrədi] ΟΥΣ
1. priority C (main concern):
2. priority U (prominence):
3. priority ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
priority share [praɪˈɒrətɪʃeə(r), -ˈɔːr-] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- overriding priority
-
στο λεξικό PONS
I. priority <-ies> [praɪ·ˈɔ:·rə·t̬i] ΟΥΣ
II. priority [praɪ·ˈɔ:·rə·t̬i] ΕΠΊΘ
1. priority (of utmost importance):
2. priority a. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
- priority claim, right
- prioritario, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.