στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. weekly [βρετ ˈwiːkli, αμερικ ˈwikli] ΕΠΊΘ
weekly visit, service, payment, shopping:
- weekly
-
II. weekly [βρετ ˈwiːkli, αμερικ ˈwikli] ΕΠΊΡΡ
- weekly pay, check
-
III. weekly [βρετ ˈwiːkli, αμερικ ˈwikli] ΟΥΣ
- to publish sth in weekly instalments
-
-
- weekly
-
- weekly
-
- weekly
-
- weekly
στο λεξικό PONS
I. weekly [ˈwi:k·li] ΕΠΊΘ
- weekly
-
- weekly magazine
-
II. weekly [ˈwi:k·li] ΕΠΊΡΡ
- weekly
-
III. weekly <-ies> [ˈwi:k·li] ΟΥΣ
- weekly
- settimanale αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.