Oxford Spanish Dictionary
I. weekly [αμερικ ˈwikli, βρετ ˈwiːkli] ΕΠΊΘ
II. weekly [αμερικ ˈwikli, βρετ ˈwiːkli] ΕΠΊΡΡ
III. weekly <pl weeklies> [αμερικ ˈwikli, βρετ ˈwiːkli] ΟΥΣ
- weekly
- semanario αρσ
- hebdomadario (hebdomadaria)
- weekly
-
- weekly
-
- weekly magazine
-
- weekly newspaper
-
- twice-weekly
-
- weekly
-
- weekly
-
- weekly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.