Oxford Spanish Dictionary
paid-up <pred paid up> [αμερικ ˈpeɪdˌəp, βρετ] ΕΠΊΘ
I. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1.1. pay:
1.2. pay employee/creditor/tradesperson:
II. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.1. pay (with money):
1.2. pay (with money):
2. pay (suffer):
III. pay <παρελθ & μετ παρακειμ paid> [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΡΉΜΑ απρόσ ρήμα
IV. pay [αμερικ peɪ, βρετ peɪ] ΟΥΣ U
paid2 ΕΠΊΘ
1. paid:
paid1 [αμερικ peɪd, βρετ peɪd] παρελθ & παρελθ part pay
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.