στο λεξικό PONS
paid-ˈup ΕΠΊΘ αμετάβλ βρετ
1. paid-up (subscribing):
2. paid-up μτφ (enthusiastic):
par·ty ˈmem·ber ΟΥΣ
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
teil·ge·deckt ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
I. bei·trags·frei ΕΠΊΘ
II. bei·trags·frei ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
beitragsfreie Versicherung phrase ΑΣΦΆΛ
paid-up insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.