στο λεξικό PONS
I. neu·tral [ˈnju:trəl, αμερικ esp ˈnu:-] ΕΠΊΘ
1. neutral (impartial):
2. neutral (characteristics):
3. neutral (deadpan):
II. neu·tral [ˈnju:trəl, αμερικ esp ˈnu:-] ΟΥΣ
2. neutral (gears):
I. fat <-tt-> [fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (fleshy):
4. fat προσδιορ, αμετάβλ οικ (little):
II. fat [fæt] ΟΥΣ
2. fat no pl (food):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
neutral fat ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
neutral (N position)
- neutral ΟΔ ΑΣΦ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.