στο λεξικό PONS
natu·ral ˈwast·age ΟΥΣ βρετ
I. natu·ral [ˈnætʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΕΠΊΘ
1. natural (not artificial):
2. natural (as in nature):
3. natural (caused by nature):
4. natural (inborn):
6. natural (normal):
7. natural after ουσ ΜΟΥΣ:
II. natu·ral [ˈnætʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΟΥΣ
1. natural επιβεβαιωτ οικ:
2. natural ΜΟΥΣ:
wast·age [ˈweɪstɪʤ] ΟΥΣ no pl
1. wastage (misuse):
2. wastage βρετ, αυστραλ (cutting workforce):
4. wastage:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.