στο λεξικό PONS
I. popu·la·tion [ˌpɒpjəˈleɪʃən, αμερικ ˌpɑ:p-] ΟΥΣ
1. population usu ενικ:
2. population no pl (number of people):
3. population ΒΙΟΛ:
4. population (in statistics):
II. popu·la·tion [ˌpɒpjəˈleɪʃən, αμερικ ˌpɑ:p-] ΟΥΣ modifier
population (group, problems):
I. large [lɑ:ʤ, αμερικ lɑ:rʤ] ΕΠΊΘ
1. large (in size):
2. large (in quantity, extent):
3. large χιουμ or ευφημ (fat):
II. large [lɑ:ʤ, αμερικ lɑ:rʤ] ΟΥΣ
2. large (in general):
3. large αμερικ:
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
large population ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.