



- Großinvestor (-in·ves·to·rin)
-
- Großzügigkeit Park, Planung
-


- hohe Investitionen ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-


-
- großmaßstäblich (groß dargestellter, detaillierter Karteninhalt)




Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.