στο λεξικό PONS
gen·er·al an·aes·ˈthet·ic ΟΥΣ no pl
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
an·es·thet·ic ΟΥΣ αμερικ
anesthetic → anaesthetic
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. gen·er·al [ˈʤenərəl] ΕΠΊΘ
1. general (widespread):
2. general (for everybody):
3. general (unspecific):
4. general (wide):
5. general (not detailed):
6. general προσδιορ (main):
7. general after ουσ (in titles):
general
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.