Ver·wir·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
-
- Verwirrung
- obfuscation of person
- Verwirrung θηλ <-, -en>
-
- Verwirrung θηλ <-, -en>
-
- Verwirrung θηλ <-, -en>
-
- Verwirrung θηλ <-, -en>
-
- Verwirrung θηλ <-, -en>
-
- Verwirrung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.