στο λεξικό PONS
 
  
 fail·ure [ˈfeɪljəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. failure no pl (lack of success):
2. failure ΕΜΠΌΡ (bankruptcy):
3. failure (unsuccessful thing):
4. failure no pl (omission):
5. failure ΤΕΧΝΟΛ, ΗΛΕΚ (breakdown):
ˈkid·ney fail·ure ΟΥΣ no pl
ˈheart fail·ure ΟΥΣ no pl
ˈor·gan fail·ure ΟΥΣ no pl
'primary ovarian failure ΟΥΣ ειδικ ορολ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 failure ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  
-  Ausfall αρσ
market failure ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
control failure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
system failure ΟΥΣ IT
notice of failure ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
